ανασκίρτηση

ανασκίρτηση
sıçrama

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αναπήδημα — το (Μ ἀναπήδημα) ξεπήδημα, ανάβλυση νεοελλ. 1. το εκ νέου πήδημα 2. πήδημα, άλμα προς τα επάνω (για άσκηση η από έκπληξη, τρόμο κ.λπ.), ανατίναγμα, ανασκίρτηση …   Dictionary of Greek

  • ανατίναγμα — το τίναγμα προς τα επάνω, αναπήδηση, ανασκίρτηση …   Dictionary of Greek

  • πήδημα — το, ΝΜΑ [πηδώ] 1. το να πηδάει κάποιος ή η απόσταση που καλύπτει με την κίνησή του, το άλμα 2. φρ. «ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα» αν μπορείς απόδειξε έμπρακτα τους κομπασμούς σου νεοελλ. η συνουσία, η όχευση αρχ. 1. αναπήδηση, ανασκίρτηση 2.… …   Dictionary of Greek

  • ανασκίρτημα — το, ατος και ανασκίρτηση, η ελαφρό αναπήδημα από κάτι ευχάριστο ή δυσάρεστο (είδηση, γεγονός κτλ.): Στο αντίκρισμα του ξενιτεμένου αδελφού του ένιωσε ένα ανασκίρτημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”